μελίλωτος

μελίλωτος
(Melilotus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για ποώδη φυτά, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής, με ευχάριστη μυρωδιά που θυμίζει βανίλια. Τα κοινότερα είδη του γένους είναι το νυχάκι (Melilotus officinalis) με κίτρινα άνθη, και το άγριο τριφύλλι (Melilotus albus) με λευκά άνθη. Τα δύο αυτά είδη φυτρώνουν συχνά στις καλλιέργειες, σε χέρσους αγρούς, στις όχθες των ποταμών και στις άκρες των δρόμων σε όλη την Ελλάδα. Είναι βαθύρριζα, γι’ αυτό και είναι ανθεκτικά στην ξηρασία. Διατηρούν το άρωμά τους ακόμα και αποξηραμένα. Οι βλαστοί τους είναι όρθιοι, με προμήκη, έμμισχα, πριονωτά φύλλα· τα άνθη τους είναι μικρά και διατεταγμένα σε ταξιανθία βότρυ. Το είδος Melilotus officinalis αποτελεί φαρμακευτικό φυτό με μαλακτικές και αντιβηχικές ιδιότητες. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει ακόμα 7 είδη του ίδιου γένους, όπως τον Melilotus altissimus, τον Melilotus neapolitanusκλπ.
* * *
ο, και μελίλωτο, το (Α μελίλωτον και μελίλωτος) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια φαβίδες
αρχ.
είδος δέντρου («καὶ δένδρον δὲ ἐστι μελίλωτον καλούμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + λωτός. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή είναι μελιτοφόρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελίλωτος — μελίλωτον melilot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • meliloto — (Del lat. melilotos < gr. melilotos.) ► adjetivo/ sustantivo 1 Se aplica a la persona insensata, boba y necia. ► sustantivo masculino 2 BOTÁNICA Planta herbácea que crece en lugares secos, de flores blancas o amarillentas y olorosas, usada en… …   Enciclopedia Universal

  • MELILOTUS — in Attica laudatissimus, ubique nascitur in asperis et silvestribus et plurimi olim ad coronas usus apud Veteres fuit, quibus expetebatur non flore tantum, sed etiam foliis brevissimis et pinguissimis. Unde et Sertulae Campanae nomen apud Latinos …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… …   Dictionary of Greek

  • μελίλωτο — το (Α μελίλωτον) βλ. μελίλωτος …   Dictionary of Greek

  • νυχάκι — το 1. μικρό και λεπτό νύχι 2. κοινή ονομασία είδους τού φυτού αστερίσκος και ειδών τού φυτού μελίλωτος 3. είδος σταφυλιού, αλλ. νυχάτο …   Dictionary of Greek

  • meliloto — (Del lat. melilōtos, y este del gr. μελίλωτος). 1. m. Bot. Planta de la familia de las Papilionáceas, con tallo derecho de cuatro a ocho decímetros de altura y ramoso, hojas de tres en tres, lanceoladas, obtusas y dentadas, flores amarillentas y… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”